Τον Σεπτέμβρη του 1930, η Γερμανία έκανε τις πρώτες εθνικές εκλογές μετά το μεγάλο κραχ του 1929 και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε με 6.400.000 ψήφους. Ήταν 10 φορές περισσότερες από αυτές που πήρε στις προηγούμενες εκλογές δυο χρόνια πριν. Συνολικά έλαβε 107 έδρες. Πλέον ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ.
«Πλέον η λέξη ‘ναζί’ δεν προκαλεί την εικόνα ενός τρελού», έγραφε τότε ένας σχολιαστής. Ξαφνικά το κόμμα ήταν σχεδόν αξιοσέβαστο. Παρ’ όλα αυτά η υποστήριξη στον Χίτλερ ήταν περιορισμένη. Για τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, η ξαφνική άνοδος του Χίτλερ επιβεβαίωσε την έλλειψη εμπιστοσύνης που ιστορικά είχε στο γερμανικό πολιτικό σώμα. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε τον Χίτλερ ή τον Εθνικοσοσιαλισμό ως έναν διαρκή κίνδυνο.
Ερωτηθείς τον Δεκέμβριο του 1930 για τη νέα δύναμη στη γερμανική πολιτική απάντησε ότι «δεν μου αρέσει η γνωριμία με τον Χερ (κύριο) Χίτλερ. Ζει από το άδειο στομάχι της Γερμανίας. Μόλις βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες δεν θα είναι πλέον σημαντικός».
Αρχικά πίστεψε ότι δεν χρειαζόταν καμιά ενέργεια για την πτώση του Χίτλερ. Μιλώντας σε μια εβραϊκή οργάνωση είπε ότι «η απελπιστική οικονομική κατάσταση και η ‘χρόνια παιδική ασθένεια της Δημοκρατίας’ είναι υπεύθυνες για την επιτυχία των ναζί. «Πιστεύω ότι η αλληλεγγύη των Εβραίων θα αποτελεί πάντοτε μια απαίτηση», είχε γράψει επίσης, «αλλά οποιαδήποτε ειδική αντίδραση στα αποτελέσματα των εκλογών θα ήταν αρκετά ακατάλληλη».
Ο Αϊνστάιν θα έπρεπε να είχε δίκιο – οι αποδείξεις για την εύθραυστη υποστήριξη του Χίτλερ τα δυο επόμενα χρόνια καθιστούν τελικά την ιστορία απογοητευτική και πικρή. Αλλά ακόμη κι αν είχε καλούς λόγους να πιστεύει ότι ο Χίτλερ δεν θα είχε διάρκεια, τα αποτελέσματα των εκλογών επιβεβαίωσαν εκ νέου τον επείγοντα χαρακτήρα της βασικής πολιτικής του στάσης. Ακόμη κι αν υποτίμησε την κατάσταση (όπως έκαναν τότε πολλοί Γερμανοί) αναγνώρισε την ανάγκη να ενεργήσει για να αντιμετωπίσει την γενική παθολογία της οποίας σύμπτωμα ήταν η άνοδος του Χίτλερ.
Η απειλή του γερμανικού αναπροσανατολισμού, μαζί με την αναζωπύρωση του μιλιταρισμού σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ώθησαν τον Αϊνστάιν να ενεργήσει. Η Γερμανία είχε σχεδόν αφοπλισθεί από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατός της δεν έφτανε συνολικά πάνω από 100.000 άνδρες. Οι δυνάμεις της δεν μπορούσαν να φέρουν βαριά όπλα. Δεν μπορούσε να έχει αεροπορία. Τα πολεμικά πλοία έπρεπε να πληρούν αυστηρούς περιορισμούς τόσο για τη χωρητικότητα όσο και για τους εξοπλισμούς.
Η αποφυγή των όρων που της τέθηκαν αποτέλεσε για την Γερμανία κανόνα σχεδόν από την αρχή. Αυτή η στάση μόλις μια δεκαετία μετά από μια σύγκρουση που θα έπρεπε να εμβολιάσει τη Γερμανία ενάντια στον πόλεμο για πάντα, ήταν απαράδεκτη για τον Αϊνστάιν. Σε απάντηση, στήριξε τη μαζική κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για τους νέους σε όλη την Ευρώπη – μια εκστρατεία που έγινε βασικός πυλώνας της ειρηνευτικής πολιτικής μετά τον πόλεμο. «Κάθε προσεκτικός, έξυπνος και ευσυνείδητος άνθρωπος», έγραφε τον Ιανουάριο του 1928, σε μια επιστολή στο κίνημα No More War του Λονδίνου, «θα πρέπει να αναλάβει σε καιρό ειρήνης, την επίσημη και ανεπιφύλακτη υποχρέωση να μην συμμετέχει σε κανέναν πόλεμο για οποιονδήποτε λόγο».
Ο Αϊνστάιν έγινε ακόμη πιο μαχητικός με την πάροδο του χρόνου. Την άνοιξη του 1929 έγραφε ότι «οι ίδιοι οι λαοί πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να φροντίσουν ώστε να μην οδηγηθούν ξανά σε πόλεμο. Η αναμονή προστασίας από τις κυβερνήσεις τους είναι αφροσύνη». Κατά τους επόμενους μήνες του 1930 που οδήγησαν στην άνοδο του εθνικισμού σε όλη την Ευρώπη, το επίπεδο του αγώνα και του πάθους του Αϊνστάιν αυξήθηκε. Ο πόλεμος είχε γίνει το απόλυτο ανάθεμα για εκείνον: «Θα προτιμούσα να κοπώ στη μέση», έγραψε, «από το να συμμετέχω σε μια τέτοια επιχείρηση».
Στα τέλη του 1932, ο Αϊνστάιν εγκατέλειψε την τελευταία του ελπίδα – ή την ψευδαίσθηση – ότι η δημοκρατική γερμανική κοινωνία θα μπορούσε λιγότερο ή περισσότερο να επιβιώσει από την οικονομική κατάρρευση και το σκόπιμο σαμποτάζ της αστικής ζωής.
Η αποτυχία των ναζί στις εκλογές του Νοεμβρίου δημιούργησαν μια ελπίδα που κράτησε για λίγο. Αρκετοί πολιτικοί παρατηρητές, όπως ο φίλος του Αϊνστάιν, Κέσλερ πίστεψαν ότι οι απώλειες των ναζί σηματοδοτούσαν την αρχή του τέλους. Αλλά η ελπίδα αυτή εξατμίστηκε και καταστράφηκε από την κενότητα και την ανικανότητα του καγκελάριου Φριτζ Φον Πάπεν και την αδυσώπητη επιδίωξη της εξουσίας από τον Χίτλερ. Ο Αϊνστάιν είχε μιλήσει τόσο στην Γερμανία, όσο και στο εξωτερικό ενάντια στη συλλογική παράδοση και την παράνοια που έβλεπε γύρω του. Έγραφε, διατυμπάνιζε, ενθάρρυνε τους άλλους σε δράση, έδινε χρήματα όταν μπορούσε. Αλλά μέχρι τα τέλη του 1932 είχε δυστυχώς και σαφώς φτάσει το τέλος.
Από πολύ νωρίς στη ζωή του, ο Αϊνστάιν είχε υπαινιχθεί την ύπαρξη μιας βαθιάς μοιρολατρίας. Αυτό δεν τον εμπόδισε ποτέ να ενεργήσει και να συμπεριφέρεται σα να επιδιώκει να επηρεάσει τα γεγονότα. Αλλά η κούραση ήταν πάντα εκεί απόρροια της αντίληψης ότι προφανώς η μοναδική σπίθα μιας ανθρώπινης ζωής τελικά θα εξαφανιστεί στην απεραντοσύνη του κόσμου. Το 1931, με προορισμό την Καλιφόρνια, ο Αϊνστάιν έζησε μια μεγάλη καταιγίδα στη θάλασσα. Κατά το ταξίδι του έγραφε στο ημερολόγιό του ότι «η θάλασσα έχει ένα βλέμμα απερίγραπτου μεγαλείου, ειδικά όταν πέφτει ο ήλιος πάνω της. Αισθάνεται κάποιος σαν να διαλύεται και να συγχωνεύεται με τη φύση. Κι ακόμη περισσότερο αισθάνεται κάποιος την ασημαντότητα του ατόμου κι αυτό τον κάνει χαρούμενο».
«Ασήμαντος» – και ως εκ τούτου αυτόνομος και ελεύθερος να κάνει ότι έπρεπε να κάνει, στο τέλος ο Αϊνστάιν απλώς έφυγε. Στις 12 Δεκεμβρίου ο Άλμπερτ και η Έλσα Αϊνστάιν ξεκίνησαν από το Βερολίνο για τις ΗΠΑ. Μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού δείχνει το τραπέζι δυο απλών ταξιδιωτών. Η Έλσα φαίνεται λίγο ανήσυχη. Θα μπορούσε να σκέφτεται τις αποσκευές ή ίσως κάτι πιο σοβαρό, για την κόρη της Ίλσε που ήταν άρρωστη. Το πρόσωπο του Αϊνστάιν είναι αόριστο, σχεδόν ζοφερό. Μια συνολική εντύπωση είναι ότι είναι ανυπόμονοι, επιθυμούν να τελειώνουν με τη φωτογραφία και να προλάβουν το τρένο τους. Δεν υπάρχει τρόπος να διαβάσεις την εικόνα εκτός από το να το κάνεις εκ των υστέρων. Ως το τέλος μιας εποχής.
Πριν φτάσουν στο σιδηροδρομικό σταθμό, ο Αϊνστάιν και η Έλσα έπρεπε να κλείσουν το σπίτι τους στο Κάπουθ. Μπορεί να σταμάτησαν για λίγο στην πόρτα του γραφείου του Αϊνστάιν ή στη βεράντα κοιτάζοντας το γρασίδι της αυλής ως τη λιμνούλα, ορατή ανάμεσα στα δέντρα. Μπορεί να έριξαν μια ματιά γύρω από το σπίτι, στο πίσω μέρος, να κοίταξαν αν τα παράθυρα είναι κλειστά και οι πόρτες κλειδωμένες κι έπειτα να κοίταξαν μέσα στο σπίτι, ξανά, παίρνοντας τα πράγματά τους. Ένας από τους δυο κλείδωσε την πόρτα – πιθανώς η Έλσα, που ήταν η επικεφαλής του νοικοκυριού των Αϊνστάιν. Τελικά, όταν δεν έμεινε τίποτα πια να κάνουν αποχώρησαν από το σπίτι. Τότε ο Αϊνστάιν μίλησε. «Ρίξε μια καλή ματιά», είπε στην Έλσα. «Δεν θα το ξαναδείς ποτέ πια».
Στην εξορία, ο Αϊνστάιν ξανασκέφτηκε στις πολιτικές του πεποιθήσεις και τον ηθικό συλλογισμό που υποστήριξε. Όντας ο Αϊνστάιν, ήταν πιο γρήγορος στα συμπεράσματα – που οδήγησαν στη αναγκαστική μετακίνησή του – από όλους σχεδόν τους σύγχρονούς του.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, καθώς ο Χίτλερ ορκίστηκε καγκελάριος μιας δημοκρατίας που έμελε να γίνει Ράιχ, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν ασφαλής και απρόσιτος στην Πασαντένα. Προς το παρόν, υπήρχε μικρός κίνδυνος. Οι Αμερικανοί φίλοι του, του φερόντουσαν καλά και μπορούσε να είναι για λίγο ανέμελος, δοκιμάζοντας ακόμη και την ποδηλασία. Η διάσημη φωτογραφία του Αϊνστάιν πάνω σε ένα ποδήλατο τραβήχτηκε το Φεβρουάριο. Σκύβει μπροστά, ο μπροστινός τροχός είναι λίγο χαλαρός. Φαίνεται λίγο ασταθής αλλά χαμογελά πλατιά. Η ζωή είναι ευχάριστη στη νότια Καλιφόρνια.
Ακόμη και αφού ο Χίτλερ ενδυνάμωσε την εξουσία του, ο Αϊνστάιν για λίγο περιορίστηκε. Στις αρχές Φεβρουαρίου, έγραψε ακόμη και στην Πρωσική Ακαδημία για να συζητήσει μισθολογικά ζητήματα σαν να επρόκειτο να επιστρέψει στην εργασία του στο Βερολίνο αργότερα το ίδιο έτος. Αλλά τυχόν ελπίδες που ίσως είχε καταστράφηκαν σχεδόν αμέσως μετά. Στις 27 Φεβρουαρίου, το Ράιχσταγκ του Βερολίνου καίγεται ολοσχερώς. Αμέσως μετά ξεκινά η καταστολή της Αριστεράς με τα ναζιστικά τάγματα εφόδου, SA και SS να ανταγωνίζονται για να συλλάβουν και να εξαλείψουν κάθε απειλή για το Ράιχ.
Κατά σύμπτωση, την ίδια ημέρα που κάηκε το Ράιχσταγκ, ο Αϊνστάιν έγραψε στην ερωμένη του, Μαργαρίτα Λένμπαχ. Της είπε «δεν τολμώ να έρθω στη Γερμανία εξαιτίας του Χίτλερ». Την ημέρα πριν εγκαταλείψει την Πασαντένα και φτάσει τελικά στο Βέλγιο, έκανε την πρώτη δημόσια επίθεση εναντίον του νέου καθεστώτος της Γερμανίας. «Εφόσον έχω την οποιαδήποτε επιλογή θα ζήσω μόνο σε μια χώρα όπου η πολιτική ελευθερία, η ανεκτικότητα και η ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο θα κυριαρχούν». Η ολοκλήρωση του συλλογισμού του ήταν απλή. «Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν στη Γερμανία επί του παρόντος» και δεν θα υπάρξουν όσο το ισχύον καθεστώς παραμένει στην εξουσία, τόνιζε ο Αϊνστάιν.
Ο Χίτλερ αντέδρασε γρήγορα στις θέσεις του Αϊνστάιν. Η εφημερίδα του κόμματος των Ναζί «Völkicsher Beobachter» δημοσίευσε μια σειρά από επιθέσεις εναντίον του και ακολούθησαν οι πιο mainstream εφημερίδες. Ένας τίτλος έγραφε: «Καλή είδηση από τον Αϊνστάιν – Δεν επιστρέφει!» και τον συνόδευε ένα άρθρο που καταδίκαζε «αυτόν τον φουσκωμένο από ματαιοδοξία που τολμά να ασκεί κριτική στην Γερμανία χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει εδώ. Για θέματα που παραμένουν ακατανόητα για έναν άνθρωπο, ο οποίος ποτέ δεν ήταν Γερμανός στα μάτια μας και ο οποίος δηλώνει ότι είναι Εβραίος και μόνο Εβραίος». Ένα φυλλάδιο που εμφανίστηκε μερικούς μήνες αργότερα είχε τη φωτογραφία του Αϊνστάιν μαζί με άλλούς εχθρούς της ναζιστικής Γερμανίας υπό τη λεζάντα: «Δεν έχουν ακόμη κρεμαστεί».
Αυτού του είδους η μεταχείριση δεν άγγιζε βαθιά τον Αϊνστάιν. Τα πιο έντονα χτυπήματα δεν προήλθαν από τους ίδιους τους ναζί αλλά από εκείνους που κάποτε αποτέλεσαν τον κύριο λόγο για την παρουσία του στο Βερολίνο, τους συναδέλφους του στην Πρωσική Ακαδημία. Ενώ βρισκόταν στη μέση της θάλασσας, στο δρόμο προς το Βέλγιο, ο Αϊνστάιν συνέταξε την επιστολή παραίτησής του από την Ακαδημία και κατά την άφιξή του την παρέδωσε στη γερμανική πρεσβεία μαζί με την επιστολή αποκήρυξης της γερμανικής του ιθαγένειας.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποκάλυψαν το βάθος στο οποίο είχε εξαπλωθεί η σήψη. Η κυβέρνηση του Χίτλερ διέταξε την Πρωσική Ακαδημία να ξεκινήσει τη διαδικασία εκδίωξης του Αϊνστάιν από τη θέση του. Η παραίτησή του, τους χάλασε τη σούπα. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αϊνστάιν παραιτήθηκε πριν προλάβουν να τον απολύσουν, ο υπεύθυνος υπουργός απαίτησε από την Ακαδημία να εκδώσει μια διακήρυξη στην οποία να καταδικάζει τον ήρωά της. Το προσχέδιο ανάφερε ότι «δεν έχουμε λόγο να εκφράσουμε τη λύπη μας για την παραίτηση του Αϊνστάιν». Η παλιά φίλη του Αϊνστάιν Μαξ Φον Λάου τρομοκρατήθηκε στην ιδέα ότι η Ακαδημία θα εξέδιδε μια τέτοια δήλωση και μίλησε κατά της πρότασης αυτής στην έκτακτη συνεδρίαση που έγινε στις 6 Απριλίου για το θέμα. Μόνο αυτή, ένα από τα 14 μέλη της Ακαδημίας που ήταν παρόντες τον υποστήριξε. Ακόμη και ο Χάμπερ που πριν ήταν Εβραίος και στενός φίλος του Αϊνστάιν, ψήφισε με την πλειοψηφία.
Η πράξη του Χάμπερ ήταν άσχημη. Ο Μαξ Πλανκ ντροπιάστηκε. Ο Αϊνστάιν είχε γράψει στον Πλανκ ιδιωτικά για να αντικρούσει την κατηγορία ότι είχε διαδώσει φήμες κατά της Γερμανίας, εξηγώντας ότι μιλούσε μόνο για να καταπολεμήσει αυτό που ήταν σαφώς ένας «πόλεμος εξόντωσης εναντίον των Εβραίων αδελφών μου». Ο Πλανκ απάντησε στον Αϊνστάιν με μια επιστολή στην οποία παρουσίασε τον εβραϊσμό και τον εθνικοσοσιαλισμό ως «ιδεολογίες που δεν μπορούν να συνυπάρξουν». Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του και τόνισε την πίστη του στη Γερμανία, ανεξάρτητα από το ποιος βρισκόταν στην εξουσία. «Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι ο κ. Αϊνστάιν, μέσω της πολιτικής συμπεριφοράς του, καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της συμμετοχής του στην Ακαδημία». Ήταν λοιπόν η πολιτική συμπεριφορά του Αϊνστάιν που έφταιγε κι όχι αυτή της γερμανικής κυβέρνησης που είχε αποφασίσει να τον καταστρέψει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1933, ο Αϊνστάιν εξέφρασε τις προειδοποιήσεις του για τον Χίτλερ οπουδήποτε μπορούσε. Τον Σεπτέμβριο επισκέφτηκε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ – κατά τα λεγόμενα «χρόνια της εξορίας» του μετέπειτα πρωθυπουργού της Βρετανίας – αλλά ενώ ο Τσόρτσιλ δεν απαιτούσε ιδιαίτερα μεγάλη πειθώ για να θεωρήσει τον Χίτλερ απειλή, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει μεγάλη επιρροή. «Δεν μπορώ να καταλάβω την παθητική στάση ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου σε αυτή τη σύγχρονη βαρβαρότητα», είπε ο Αϊνστάιν σε συνέντευξή του. «Δεν βλέπει ο κόσμος ότι ο Χίτλερ στοχεύει σε πόλεμο;».
Αυτή η δήλωση υποδείκνυε την τεκτονική μετατόπιση που είχε ξεπεράσει το βασικό πολιτικό πάθος του Αϊνστάιν. Όταν πια μίλησε και πάλι δεν ήταν πλέον ειρηνιστής. Το Σεπτέμβριο ανακοίνωσε την αλλαγή σε αυτά που πίστευε σε μια επιστολή προς έναν Βέλγο αντιστασιακό που δημοσιεύτηκε στους New York Times. «Μέχρι πρόσφατα, στην Ευρώπη μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η προσωπική αντίσταση στον πόλεμο αποτελούσε μια αποτελεσματική επίθεση στον μιλιταρισμό», ξεκινούσε. Αλλά οι περιστάσεις αλλάζουν τα πράγματα και τώρα «στην καρδιά της Ευρώπης βρίσκεται μια εξουσία, η Γερμανία, που προφανώς πιέζει προς τον πόλεμο με όλα τα διαθέσιμα μέσα». Για τον Αϊνστάιν ακόμη και οι βαθιά ριζωμένες αρχές κάποιου θα έπρεπε να καμφθούν μπροστά στις πιέσεις μιας τέτοιας συντριπτικής απειλής. «Δεν πρέπει, υπό τις παρούσες συνθήκες, να αρνούμαι τη στρατιωτική θητεία», κατέληγε. «Μάλλον θα πρέπει να εισέλθω σε μια τέτοια υπηρεσία χαρούμενα και με την πεποίθηση ότι έτσι θα βοηθούσα στη σωτηρία του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Το αποκορύφωμα της δέσμευσης του Αϊνστάιν να νικήσει τον Χίτλερ με όλα τα απαραίτητα μέσα ήρθε το 1939 και το 1940, όταν έστειλε τις δύο επιστολές του στον Πρόεδρο Ρούσβελτ σχετικά με τη δυνατότητα κατασκευής μιας ατομικής βόμβας από τις ΗΠΑ. Στα τέλη του 1938, ο Όττο Χαν και ο Φριντζ Στράσμαν, δυο επιστήμονες που εξακολουθούσαν να εργάζονται στο Βερολίνο, πάλευαν με κάποια νέα αποτελέσματα μιας σειράς πειραμάτων στα οποία βομβάρδιζαν το ουράνιο με ένα νέο σωματίδιο που πρόσφατα είχε ανακαλυφθεί, το νετρόνιο. Η Λις Μάιτνερ, πρώην συνεργάτης του Όττο Χαν και ο ανιψιός της Όττο Φρις – και οι δυο εξόριστοι από τη Γερμανία του Χίτλερ – συναντήθηκαν τα Χριστούγεννα στο σουηδικό χωριό Κούνγκαλβ και μαζί προσδιόρισαν τη διαδικασία που οι Βερολινέζοι ακολουθούσαν: τα νετρόνια που έπλητταν τα άτομα ουρανίου πυροδοτούσαν την πυρηνική σχάση, την καταστροφή των ατομικών πυρήνων κατά την οποία απελευθερώνονταν τόσο ενέργεια όσο και περισσότερα νετρόνια. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων δημοσιεύτηκαν μερικούς μήνες πριν η μυστικοπάθεια του πολέμου τραβήξει την κουρτίνα και τα αφήσει στο σκοτάδι.
Κάθε ικανός φυσικός που άκουσε τα νέα συνειδητοποίησε ότι το γεγονός πως κάθε σχάση μπορούσε να απελευθερώσει περισσότερα νετρόνια οδηγούσε στην πιθανότητα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης κατά την οποία τα νέα νετρόνια θα διασπούσαν περισσότερα άτομα σε μια κλιμακωτή διαδικασία. Το επόμενο βήμα ήταν προφανές ακόμη και στις εφημερίδες. Ήδη από την άνοιξη του 1939, η Washington Post ανέφερε ότι η πυρηνική σχάση θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία αρκετά ισχυρών όπλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα πάντα σε έκταση μεγαλύτερη των δυο τετραγωνικών μιλίων.
Κατά τους πρώτους μήνες αφού τα πειράματα σχάσης έγιναν γνωστά στο κοινό, ο Αϊνστάιν δεν είχε δώσει μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1939, ο Σζίλραντ τον επισκέφτηκε στο εξοχικό του στο Λονγκ Άιλαντ συνοδευόμενος από τους συναδέλφους του φυσικούς Ευγένιο Γουίγκνερ και Έντουαρντ Τέλερ. Οι τρεις εξόριστοι από την Ουγγαρία καθόρισαν την αρχή της αλυσιδωτής αντίδρασης και στη συνέχεια είπαν στον Αϊνστάιν το ενδιαφέρον που οι Γερμανοί ήδη είχαν επιδείξει για την χρήση του ουρανίου ως όπλο. Αυτό ήταν αρκετό για να τον πείσει να γράψει την πρώτη του επιστολή, στην οποία προέτρεπε τον πρόεδρο των ΗΠΑ να εξετάσει τη δυνατότητα δημιουργίας ατομικών όπλων. Ο Ρούσβελτ απάντησε στα μέσα Οκτώβρη λέγοντας ότι είχε συστήσει μια επιτροπή για να διερευνήσει τις προτάσεις του Αϊνστάιν. Τίποτα δεν συνέβη – αυτό δεν ήταν έκπληξη, δεδομένου ότι ο αρχικός προϋπολογισμός της επιτροπής ήταν 6.000 δολάρια για το πρώτο έτος της λειτουργίας της. Ο Σζίλραντ επικοινώνησε με τον Αϊνστάιν προκειμένου να δοκιμάσει ξανά. Τον Μάρτιο του 1940, ο Αϊνστάιν έστειλε τη δεύτερη επιστολή του στον Ρούσβελτ, προτρέποντάς τον να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην προσπάθεια καθώς όπως έγραφε: «από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος το ενδιαφέρον για το ουράνιο έχει ενταθεί στη Γερμανία. Τώρα έμαθα ότι η έρευνα πραγματοποιείται με μεγάλη μυστικότητα».
Παρά την προσπάθειά του να ασκήσει πιέσεις στον πρόεδρο και αντίθετα με τον συχνά επαναλαμβανόμενο μύθο ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο ο δημιουργός της ατομικής βόμβας, ο Αϊνστάιν δεν είχε σε τίποτα να κάνει με την εφεύρεση των πυρηνικών όπλων. Η σημασία των επιστολών του προς τον Ρούσβελτ δεν έχει να κάνει με τα αποτελέσματα που τελικά αυτές απέτυχαν να επιτύχουν αλλά με τα όσα αποκαλύπτουν για την πολιτική εξέλιξη του Αϊνστάιν. Μέχρι το 1932, είχε υποστηρίξει όσο πιο ένθερμα μπορούσε ότι κανένας πολιτισμένος άνθρωπος δεν μπορούσε να επιτρέψει στο κράτος να τον διατάξει να σκοτώσει.
Στο τέλος, η χρήση των ατομικών βομβών της Αμερικής τον έπληξε βαθιά. Όταν άκουσε για την επίθεση κατά της Χιροσίμα φέρεται να είπε: «Αλίμονο». Αργότερα είπε ότι «αν ήξερα πως οι Γερμανοί δεν θα κατάφερναν να παράξουν μια ατομική βόμβα, δεν θα είχα κάνει τίποτα». Μετά τον πόλεμο, ο Αϊνστάιν έγινε ένας από τους ιδρυτές του αντι-πυρηνικού κινήματος των επιστημόνων. Η τελευταία δημόσια πράξη της ζωής του ήταν να προσθέσει το όνομά του σε ένα μανιφέστο που συνέταξε ο Μπέρτραντ Ρούσελ που ζητούσε τον παγκόσμιο πυρηνικό αφοπλισμό. Αλλά ποτέ δεν αμφιταλαντεύτηκε για το βασικό επιχείρημα που είχε διατυπώσει το καλοκαίρι του 1933: ο Χίτλερ ήταν θανάσιμο δηλητήριο. Έπρεπε να εξουδετερωθεί. Δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν μεγαλύτεροι στόχοι μέχρι να ηττηθεί η Γερμανία του Χίτλερ. Μόλις κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, το ακολούθησε μέχρι τον τελικό του προορισμό: την ίδια την βόμβα.
Tvxs, το παραπάνω άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Τόμας Λέβενσον «Ο Αϊνστάιν στο Βερολίνο» για το «The Atlantic»